αβίγλιστος

αβίγλιστος
-η, -ο
αφρούρητος, αφύλαχτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αβίγλιστος — η, ο [βιγλίζω] αυτός που δεν φρουρείται από βίγλα, σκοπιά, αφρούρητος, αφύλαχτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”